1. Τα αγγλικά δάνεια, 1823 και 1824
Φοβερή αδράνεια επικρατούσε στην κυβέρνηση περί την εκτέλεση του εθνικού καθήκοντος. Οι προπαρασκευές κατά των Τούρκων και Αιγυπτίων γίνονταν τόσο νωχελικά σαν να ήταν ο πόλεμος ψεύτικος.
Και όμως στην διάθεσή της είχε ασφαλείς και τακτικούς πόρους που οι προκάτοχές της κυβερνήσεις στερούνταν. Το αποφασισμένο από τη δεύτερη εθνική συνέλευση δάνειο είχε επιτευχθεί στο Λονδίνο στις αρχές του 1824. Περισσότερο το όνομα του Μπάιρον, παρά κάθε άλλη εγγύηση, όπως ο λόγος της κυβερνήσεως και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων, αλυκών και ιχθυοτροφειων, είχε κάνει τους Άγγλους ν’ ανοίξουν τα πουγγιά τους.
Τους έλληνες απεσταλμένους στο Λονδίνο για το δάνειο Ορλάνδο και Λουριώτη βοήθησε την άνοιξη του 1824 η ευνοϊκή σύμπτωση, ότι την εποχή εκείνη συγκινούσε τον εμπορικό κόσμο της Αγγλίας ο πόθος υπερπόντιων επιχειρήσεων. Το δάνειο υπογράφηκε στην κατοικία του λόρδου δημάρχου με τον εμπορικό οίκο Ρίκαρντ, ύστερα από ένα πλούσιο τραπέζι, στο οποίο παρευρίσκονταν ο δούκας του Σώσεξ και η αντιπολίτευση, είχε δε ονομαστική αξία 800.000 λιρών στερλινών.
Ένα δεύτερο δάνειο, που εγκρίθηκε στις αρχές του 1825 έδωσε στην κυβέρνηση Κουντουριώτη 2.000.000 λίρες. Από τα χρήματα αυτά, εννοείται, λίγα έφτασαν στην Ελλάδα. Οι δύο έλληνες αντιπρόσωποι έπεσαν στα νύχια των εγγλέζων σαράφηδων, που κατάφεραν να τους ξεγελάσουν. Τα δάνεια συμφωνήθηκαν προς 59% και 51, 5% και στα χέρια των Ελλήνων έφτασαν από μεν το πρώτο κάπου 300.000 λίρες και από το δεύτερο κάπου 600.000. Τα υπόλοιπα κρατήθηκαν σα μεσιτικά, προμήθεια, τόκοι, τοκοχρεωλύσια, και όπως αλλιώς ονομάζονται συνήθως τα άτιμα μέσα με τα οποία οι τραπεζίτες καλύπτουν τα κέρδη τους και εκμεταλλεύονται την αμάθεια του πλήθους.
Ανάγκη υπήρξε ακόμα να μοιραστούν δώρα σε «φίλους της Ελλάδος που προσέφεραν σπουδαίες υπηρεσίες», να κρατηθούν οδοιπορικά, ναύλοι και να πληρωθούν εφημερίδες. Ο λόρδος Κόχραν προσλήφθηκε ναύαρχος των Ελλήνων με μισθό. Και μόνη η πρόσληψή του, επειδή είχε πολεμικές περγαμηνές στην Βραζιλία, έφτασε να υψωθούν οι τιμές των ελληνικών χρεωγράφων και να κερδοσκοπήσουν οι Ρίκαρντ. Υπετίθετο ότι ο Κόχραν με ένα μικρό ατμοκίνητο θα συνέτριβε τον τουρκικό στόλο, θα βομβάρδιζε την Κωνσταντινούπολη και θα έκανε περιττή κάθε πολεμική ενέργεια των Ελλήνων!
Ο μεγάλος εκείνος θαλασσόλυκος τσέπωσε 37.000 λίρες και κλείστηκαν γι’ αυτόν σ’ένα ναυπηγείο αντί υπέρογκων τιμών έξι συφοριασμένα και βραδυκίνητα ατμόπλοια, που τά’χε παραγγείλει η αιγυπτιακή κυβέρνηση και αρνήθηκε να τα παραλάβει εξ αιτίας της κακής κατασκευής τους. Με τα έξι αυτά σαπιοκάραβα επρόκειτο να βυθιστεί το τουρκικός στόλος!
Οι τιμές που συμφωνήθηκαν ήταν 130.000 λίρες, με τον όρο να βρίσκονται στην Ελλάδα στα τέλη του 1825. Όμως, μόνον ένα κατάφερε να καταπλεύσει, η «Καρτερία», το φθινόπωρο του 1826· άλλα δύο έφτασαν στα 1827, και τα τρία υπόλοιπα διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου. Ο μέγας στόλαρχος Κόχραν μόλις την άνοιξη του 1827 κατάφερε να φτάσει στην Ελλάδα!
Εκτός τούτου στάλθηκε στην Αμερική ένας γάλλος στρατηγός του ιππικού ονομαζόμενος Παλεμάν, ο οποίος αν και είχε μεσάνυχτα από την ναυτική τέχνη έλαβε εντολή, αφού πληρώθηκε αδρότατα, να παραγγείλει εκεί δύο φρεγάτες για λογαριασμό της ελληνικής κυβερνήσεως. Αν και η τιμή τους ορίστηκε σε 160.000 λίρες, οι ληστρικοί οίκοι που ανέλαβαν την κατασκευή τους απαίτησαν τα διπλά κι έτσι βραδύτατα άρχισαν να ετοιμάζουν τα πλοία. Επειδή μάλιστα ο ένας οίκος κινδύνευε να χρεωκοπήσει, οι αντιπρόσωποι Παλεμάν και Κοντόσταυλος ευχαριστήθηκαν παραλαμβάνοντας μόνον τη μία, που ονομάστηκε «Ελλάς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα τέλη του 1826.
Αλλά ούτε και το κουτσουρεμένο υπόλοιπο των δανείων παραδόθηκε έγκαιρα και πρόθυμα στην Ελλάδα. Η πρώτη δόση του δανείου από 80.000 λίρες έμεινε στην Ζάκυνθο και δεν παραδινόταν στην κυβέρνηση, επειδή ο Μπάιρον, του οποίου απαιτούνταν η εντολή, είχε πια πεθάνει, η δε ιονική κυβέρνηση παρενέβαλε προσκόμματα για την έκδοσή του. Μόλις στα τέλη του 1824 στάλθηκε από το Λονδίνο η εντολή να παραδοθεί [στους Έλληνες].
Υπήρχε όμως η ελπίδα ό,τι περισώθηκε από τα νύχια των τοκογλύφων να φτάσει στα χέρια του ελληνικού λαού; Ο ίδιος ο Μπάιρον στο κρεββάτι του ψυχομαχητού του ανησυχούσε αν τα δάνεια θα έπεφταν σε καλά χέρια, και φοβόταν ότι η ιδιοτέλεια ορισμένων φρατριαστών μάλλον, παρά το έθνος, θα καρπωνόταν τα χρήματα του δανείου.
G. Maurer: Ο ελληνικός λαός, σ. 139-141για την Ιστορια
---------------------
2. Αγγλικά δάνεια (Σ. Χάου)
- Στις 7 Φεβρουαρίου 1825 [παλαιό ημερολόγιο] επικυρώθηκε από την Γ’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων το αγγλικό δάνειο. Με αφορμή την ίδια ημερομηνία το 2012, διαβάζουμε μερικές σελίδες από τον αγνό φιλέλληνα γιατρό από την Βοστώνη Σάμιουελ Χάου, για τα δύο αγγλικά δάνεια, τα λεγόμενα της Ανεξαρτησίας, του 1824 και 1825.
- Salve nos, Domine, dormientes!
Τίποτε δεν μπορεί να περιγράψει την δίκαιη απορία της Ελλάδας, που διόρισε κυβερνητικό εκπρόσωπο (τον κ. Σπανιολάκη) για να πάει στο Λονδίνο, να δει πού πήγε αυτό το τεράστιο ποσό και αν ήταν δυνατόν να σωθεί κάτι για τις τωρινές ανάγκες της χώρας. Άμα έφτασε αυτός στο Λονδίνο, βρήκε να τρώγονται μεταξύ τους τα εκεί μέλη της Ελληνικής Επιτροπής, οι ομολογιούχοι και οι Έλληνες Αντιπρόσωποι. Στον τύπο δημοσιεύονταν κατηγορίες και αντεγκλήσεις που ξεσκέπαζαν αισχρή παραμέληση του καθήκοντος, καταχρήσεις και ολοφάνερες κλεψιές, σε τέτοιο βαθμό, που φυσικά όπου και να γινόταν θά’ταν αίσχος μα πολύ περισσότερο εδώ, που τα χρήματα αυτά χρειάζονταν για την σωτηρία ολόκληρου του Έθνους. Και όλα αυτά έγιναν από ανθρώπους που στο στόμα τους είχαν συνεχώς τη λέξη ελευθερία, πατριωτισμός, φιλανθρωπία και φιλελληνισμός. Ακόμα το κοινό δεν έχει ιδέα για την αδιάντροπη σπατάλη ενός μεγάλου μέρους του δανείου και για τις απειράριθμες καταχρήσεις που γίνανε. Όσα όμως ειπώθηκαν είναι αρκετά, για να μας διαφωτίσουν και να δείξουν πως η Επιτροπή του Λονδίνου αμέλησε αφάνταστα το καθήκον της και πως πολλά από τα μέλη της κερδοσκοπούσαν σε βάρος της δυστυχίας της Ελλάδας. Αυτοί πάλι έκαναν σφάλματα όπως θα λέγαμε για ανθρώπους με λιγότερη σημασία. Είναι ακόμα γνωστό πως ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης αποδείχτηκαν ανόητοι και αφελείς.
Το πρώτο δάνειο για 800.000 λίρες είχαν διαπραγματευτεί με τόκο 59%, το δεύτερο, 2.000.000 λίρες, προς 55,5%.
Το καθαρό ποσό των δύο δανείων έφτανε τα 6.600.000 δολάρια. Τι γίνανε τα υπόλοιπα;Το μόνο που ξέρουμε είναι πως 750.000 δολάρια στάλθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, για ν’αγορασθούν οι φρεγάτες. Τη μία απ’αυτές, που κόστισε 300.000 δολάρια, την έστειλαν στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα, όμως, 450.000 δολάρια τα κατασπατάλησαν προς όφελος Αμερικανών ιδιωτών. Άλλες 800.000 δολάρια χρησίμεψαν για το φτιάξιμο και τον εξοπλισμό έξι ατμοπλοίων, από τα οποία μοναχά ένα έφτασε στην Ελλάδα.
Μόνον αυτά τα ποσά μπορούν να υπολογιστούν. Οι αντιπρόσωποι ζούσαν τη μεγάλη ζωή και δε δίνανε λογαριασμό σε κανέναν. Μερικοί της Επιτροπής του Λονδίνου είχαν κάνει κάποιον έλεγχο για τη χρησιμοποίηση του δανείου, μα δεν είχαν καμιά διάθεση να ικανοποιήσουν την περιέργεια του κοινού. Μα οι ομολογιούχοι και όσοι είχαν ανακατευτεί με το δάνειο διαμαρτύρονταν έντονα και ζητούσαν ν’αποδοθεί λογαριασμός. Γι’αυτό, αναγκάστηκαν στο τέλος να παρουσιάσουν έναν μπαλωμένο λογαριασμό, μ’ένα σωρό αντιφάσεις και χωρίς αποδείξεις.
Το πρώτο δάνειο για 800.000 λίρες είχαν διαπραγματευτεί με τόκο 59%, το δεύτερο, 2.000.000 λίρες, προς 55,5%.
Το καθαρό ποσό των δύο δανείων έφτανε τα 6.600.000 δολάρια. Τι γίνανε τα υπόλοιπα;Το μόνο που ξέρουμε είναι πως 750.000 δολάρια στάλθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, για ν’αγορασθούν οι φρεγάτες. Τη μία απ’αυτές, που κόστισε 300.000 δολάρια, την έστειλαν στην Ελλάδα. Τα υπόλοιπα, όμως, 450.000 δολάρια τα κατασπατάλησαν προς όφελος Αμερικανών ιδιωτών. Άλλες 800.000 δολάρια χρησίμεψαν για το φτιάξιμο και τον εξοπλισμό έξι ατμοπλοίων, από τα οποία μοναχά ένα έφτασε στην Ελλάδα.
Μόνον αυτά τα ποσά μπορούν να υπολογιστούν. Οι αντιπρόσωποι ζούσαν τη μεγάλη ζωή και δε δίνανε λογαριασμό σε κανέναν. Μερικοί της Επιτροπής του Λονδίνου είχαν κάνει κάποιον έλεγχο για τη χρησιμοποίηση του δανείου, μα δεν είχαν καμιά διάθεση να ικανοποιήσουν την περιέργεια του κοινού. Μα οι ομολογιούχοι και όσοι είχαν ανακατευτεί με το δάνειο διαμαρτύρονταν έντονα και ζητούσαν ν’αποδοθεί λογαριασμός. Γι’αυτό, αναγκάστηκαν στο τέλος να παρουσιάσουν έναν μπαλωμένο λογαριασμό, μ’ένα σωρό αντιφάσεις και χωρίς αποδείξεις.
Στη διανομή του δανείου αυτού η Ελληνική Επιτροπή, επίσημα δεν είχε ανακατευτεί. Το βάρος της ευθύνης πέφτει πάνω στους δυο Έλληνες Αντιπροσώπους. Όλες οι απάτες δεν μπορούν ν’αναφερθούν εδώ, μα μερικές πολύ χτυπητές μπορεί να σημειωθούν. Οι κ.κ. Ρικάρντοι ενήργησαν απλώς σαν έμποροι και υπάρχουν δικαιολογητικά που δείχνουν πως ενεργήσανε σαν τίμιοι έμποροι. Φαίνεται πως πλήρωσαν 10.000 λίρες στον κ. Ήστχοπ και 6.500 στους κ.κ. Λόυντ και Σία. Και είναι βέβαιο πως άφησαν για την Ελληνική Κυβέρνηση 7.500 λίρες για ν’αγοραστούν οι υποτιμημένες ομολογίες προς 14%. Το άλλο κοντύλι, μεσιτεία στον Μπόνφιλ. Φαίνεται πως αυτό ήταν ολωσδιόλου ψεύτικο. Τα κόμματα λέγανε, πως τα λεφτά πληρώθηκαν για χασούρες από κερδοσκοπίες του πρώτου δανείου.
Στο τεράστιο ποσόν των 113.000 λιρών, που διατέθηκε για να εξαγοραστούν οι ομολογίες του πρώτου δανείου, φαίνεται πως καλύφθηκαν πολλές καταχρήσεις. Η μία είναι αυτή της εξαγοράς των ομολογιών κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο σε χρέωση της Κυβερνήσεως με 54% και 56%. Όταν όλο αυτό το διάστημα οι ομολογίες πουλιόνταν στην αγορά με 22%. Την διαφορά την τσέπωναν με πανουργία.
2.695 λίρες χάθηκαν από σφάλμα του Μαυροκορδάτου, κάποιου Έλληνα εμπόρου στο Λονδίνο. Τα βιβλία του κ. Μαυροκορδάτου παρουσιάζουν το δάνειο μόνον με 500 λίρες. Αυτές δικαιολογήθηκαν πως αποτελούσαν χρήματα, που η Ελληνική Κυβέρνηση χρωστούσε στον κ. Μαυροκορδάτο. Μα γιατί δεν διατύπωσαν αξιώσεις τότε που ο κ. Μαυροκορδάτος χρεωκόπησε και η περιουσία του μοιράστηκε στους πιστωτές του.
Μόνο ποσό 1.200 λιρών χρεώθηκε σαν εγγραφή από την Καλκούτα. Μα οι σχεδιαστές αυτού του περίφημου λογαριασμού ήταν πολύ ανόητοι, λες και δεν ήξεραν πως υπάρχουν και άλλοι που ενδιαφέρονται για τις υποθέσεις της Ελλάδας κι ότι θα ψάξουν για τους λογαριασμούς της Επιτροπής στην Καλκούτα και θα δουν πως το έμβασμα ήταν 2.200 λίρες.
Οι αντιπρόσωποι ήταν οι κ.κ. [Ιωάννης] Ορλάνδος, [Ανδρέας] Λουριώτης και [Ιωάννης] Ζαΐμης. Μα ο τελευταίος ήταν ο κύριος (πραγματικός κύριος) και απαλλάσσεται από κάθε ανάμιξη σ’αυτές τις δουλειές, γιατί απουσίαζε.
Γιατί πληρώθηκε το ποσό των 11.200 λιρών για ν’αγοραστούν 21.000 λίρες ομολογίες προς 53%, μια και την ίδια εποχή αυτές οι ομολογίες δεν πιάνανε παραπάνω από 26% στην αγορά; Αυτή είναι επικίνδυνη και δύσκολη ερώτηση. Η απάντηση δόθηκε τόσο δύσκολα, όσο δύσκολα βγαίνει ένα άγριο θηρίο από την κρυψώνα του, γιατί αφορούσε την υπόληψη υψηλών προσώπων. Μα δεν είναι καιρός για σεβασμό. Στο τέλος έγινε γνωστό πως επρόκειτο για το συμφέρον των κ.κ. Μπόουρινγκ και Χιουμ. Ο Τζων Μπόουρινγκ, ποιητής, φιλάνθρωπος και φιλέλληνας, ήταν στην Γραμματεία της Ελληνικής Επιτροπής στο Λονδίνο και σ’αυτή τη δουλειά εργάστηκε πράγματι σκληρά. Η αλήθεια είναι πως έκανε πολλές επιδείξεις με ασήμαντες αγαθοεργίες για την υπόθεση της ελευθερίας και της καταπιεζόμενης ανθρωπότητας. Είχε όμως και κάποιο λόγο για να τα κάνει αυτά. Το λιγότερο έπρεπε να πάρει δημόσιο έπαινο γιατί δεν πληρώθηκε. Ω, όχι! Ήθελε να έχει την ικανοποίηση πως υπηρέτησε την Ελλάδα εθελοντικά. Τη συνείδησή του δεν την βάραινε η σκέψη πως πήρε έστω και ένα δολάριο από την πάσχουσα Ελλάδα. Είχε κιόλας κερδίσει 50.000 δολάρια από τον πόλεμο στην Ελλάδα (αρκετά νόμιμα). Τώρα θέλησε να βγάλει χρήματα κερδοσκοπώντας με τις ελληνικές ομολογίες. Γι΄αυτό τοποθέτησε 25.000 λίρες σε ελληνικά χρεώγραφα, με την ελπίδα πως θ’ανεβούν σύντομα. Δυστυχώς γι’αυτόν μέσα σε λίγες μέρες πέσανε. Ο Μπόουρινγκ πανικοβλήθηκε μη πέσουν περισσότερο. Τρέχει λοιπόν στους Αντιπροσώπους και με παρακάλια και με μαρτυρίες για τις πιστές υπηρεσίες του στην Ελλάδα, για την από μέρους τους σκληρότητα να τον αφήσουν να καταστραφεί και να καταντήσει να ζητιανεύει με τη φαμίλια του μόνο και μόνο από αφοσίωσή του στην Ελλάδα, ζητάει από τους αντιπροσώπους να πάρουν πίσω τις ομολογίες, που τις είχε αγοράσει μόνο και μόνο για να κρατηθεί υψηλή η πίστη του δανείου. Οι αντιπρόσωποι είναι αδύναμοι, αρκετά εγκληματίες και παίρνουν τις πεσμένες ομολογίες από τα χέρια του χρεώνοντάς τις στο άρτιο στην Ελληνική Κυβέρνηση. Ο κ. Μπόουρινγκ αναπνέει, σώθηκε από την καταστροφή και μπορεί τώρα να συνεχίσει τις αφιλοκερδείς υπηρεσίες του στην αγαπημένη του Ελλάδα…
Ας δούμε τώρα τον ονομαστό Σκωτσέζο οικονομολόγο, τον φίλο της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τον Ιωσήφ Χιουμ (μέλος του Κοινοβουλίου).
Αυτός ο φιλέλληνας είχε κάνει πολύ θόρυβο πως είχε υπηρετήσει τα συμφέροντα της Ελλάδας από την αρχή του αγώνα της. Ήταν πλούσιος, ονομαστός και δραστήριος επιχειρηματίας. Μόνιμο μέλος της Ελληνικής Επιτροπής. Για την αγνότητα των ελατηρίων τέτοιου ανθρώπου δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία. Άμα άνοιξαν οι εγγραφές για το ελληνικό δάνειο, ο κ. Χιουμ έγραψε το όνομά του για ομολογίες 10.000 λιρών με 59%, λέγοντας πως θα τις κρατήσει αδιαφορώντας αν έπεφτε ή ανέβαινε η τιμή τους. Σε λίγο οι ομολογίες πέσανε. Ο κ. Χιουμ άρχισε να υπολογίζει τη χασούρα. Ήταν σοβαρή. Οι ομολογίες πέφτανε ραγδαία. Με ποιο πρόσχημα να πουλήσει; Αυτό τον απασχολούσε και και τον δυσκόλευε. Ξαφνικά προφασίζεται πως οι Αντιπρόσωποι τον πρόσβαλαν σε κάποια αποστολή και ανακοινώνει την απόφασή του να πουλήσει. Οι Αντιπρόσωποι ταραγμένοι χρησιμοποιούν κάθε τρόπο για να τον καλμάρουν. Ο κ. Χιουμ είναι αδιάλλακτος. Η τιμιότητά του εθίγη από την είδηση «τα ελληνικά χρεώγραφα πέφτουν», και τον παρακίνησε να ξεπουλήσει με απώλεια 1.600 λιρών, προς μεγάλη ζημία της ελληνικής πίστης στην αγορά. Μα σε λίγο τα ελληνικά χρεώγραφα ανεβαίνουν και φτάνουν στο άρτιο. Αμέσως η ευαισθησία για την τιμιότητά του εξαφανίζεται. Γρήγορα ηρέμησε και σκέφτεται πώς να ξαναπάρει πίσω τις 1.600 λίρες. Πρότεινε να του πληρώσουν το ποσόν αυτό οι Αντιπρόσωποι. Αυτοί μένουν κατάπληκτοι, μα από φόβο μη χάσουν έναν άνθρωπο σαν τον κ. Χιουμ – τον σοβαρό επιχειρηματία της Επιτροπής, που γνωρίζει καλά την πραγματική κατάσταση και τις προσδοκίες της Ελλάδας, και που η δημόσια αποχώρησή του από την υπόθεση θα ζημίωνε πολύ τον αγώνα, ζυγιάζοντάς τα όλα αυτά και ξέροντας πόσο κι αυτοί οι ίδιοι βρίσκονταν έξω από τον σωστό δρόμο, πληρώνουν τον κ. Χιουμ και χρεώνουνε τη χασούρα, που εκείνος έπαθε κερδοσκοπώντας, στα ελληνικά ομόλογα.
Αυτές οι έρευνες θα’πρεπε να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο. Θα’πρεπε να ξεσκεπαστούν κάτι τέτοια γεγονότα, όχι μονάχα στο Λονδίνο αλλά παντού όπου οι Έλληνες ζήτησαν βοήθεια. Μα και αυτά που έχουν ειπωθεί για την φτωχιά Ελλάδα είναι αρκετά για να κοκκινίζει όποιος αποκαλείται φιλέλληνας.
Οι αποκαλύψεις που γίνανε τότε, είχαν ενοχοποιήσει πολλούς, που ως εκείνη τη στιγμή το όνομά τους ήταν καθαρό. Σχεδόν όλα τα μέλη της Ελληνικής Επιτροπής κατηγορούνται για αμέλεια καθήκοντος και για προδοτική άγνοια των στερήσεων και της πραγματικής κατάστασης της Ελλάδας. Όσο για τα είδη που στείλανε στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τα τυπογραφικά πιεστήρια, όλα τ’άλλα ήταν άχρηστα. Ο σερ Φράνσις Μπάρντιτ, ο Χομπχάουζ, ο Έλις και άλλα σπουδαία ονόματα είναι ανακατεμένα στις καταχρήσεις. Μα ο Έλις πραγματοποίησε ό,τι είχε αναλάβει. Και ο Μπάρντιτ και ο Χομπχάουζ κατηγορούνται γι’αμέλεια καθήκοντος. Ένας πομπώδης λόγος ή μια πρόποση, ενώ απολαμβάνουν ένα όμορφο δείπνο σε μια ταβέρνα του Λονδίνου προς ευόδωση της ελληνικής υπόθεσης και με έξοδα της Ελλάδας, αυτό ήταν όλο κι όλο που πρόσφεραν.
Πού είναι αυτοί που αρνούνται όχι μόνο βοήθεια, αλλά ακόμα και τη συμπάθειά τους για την Ελλάδα, επειδή οι ναυτικοί της είναι πειρατές, οι έμποροί της απατεώνες και οι στρατιώτες της σκληροί; Πού είναι αυτοί οι κ.κ., που προσπαθούν να αμβλύνουν το πνεύμα της αγάπης προς τον άνθρωπο, που πνέει πάνω σ’αυτή τη γη, λέγοντας πως οι Έλληνες αξίζουν να’ναι σκλάβοι; Ας έρθουν να εξετάσουν την διαγωγή των τίμιων φιλελλήνων, που γι’αυτούς μιλήσαμε προηγουμένως, και ας πουν, αν αυτοί είχαν ανατραφεί μέσα στο σκοτάδι, κάτω από τον βούρδουλα του τυράννου, η διαγωγή τους θα’ταν καλύτερη από των Ελλήνων;
Στο τεράστιο ποσόν των 113.000 λιρών, που διατέθηκε για να εξαγοραστούν οι ομολογίες του πρώτου δανείου, φαίνεται πως καλύφθηκαν πολλές καταχρήσεις. Η μία είναι αυτή της εξαγοράς των ομολογιών κατά τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο σε χρέωση της Κυβερνήσεως με 54% και 56%. Όταν όλο αυτό το διάστημα οι ομολογίες πουλιόνταν στην αγορά με 22%. Την διαφορά την τσέπωναν με πανουργία.
2.695 λίρες χάθηκαν από σφάλμα του Μαυροκορδάτου, κάποιου Έλληνα εμπόρου στο Λονδίνο. Τα βιβλία του κ. Μαυροκορδάτου παρουσιάζουν το δάνειο μόνον με 500 λίρες. Αυτές δικαιολογήθηκαν πως αποτελούσαν χρήματα, που η Ελληνική Κυβέρνηση χρωστούσε στον κ. Μαυροκορδάτο. Μα γιατί δεν διατύπωσαν αξιώσεις τότε που ο κ. Μαυροκορδάτος χρεωκόπησε και η περιουσία του μοιράστηκε στους πιστωτές του.
Μόνο ποσό 1.200 λιρών χρεώθηκε σαν εγγραφή από την Καλκούτα. Μα οι σχεδιαστές αυτού του περίφημου λογαριασμού ήταν πολύ ανόητοι, λες και δεν ήξεραν πως υπάρχουν και άλλοι που ενδιαφέρονται για τις υποθέσεις της Ελλάδας κι ότι θα ψάξουν για τους λογαριασμούς της Επιτροπής στην Καλκούτα και θα δουν πως το έμβασμα ήταν 2.200 λίρες.
Οι αντιπρόσωποι ήταν οι κ.κ. [Ιωάννης] Ορλάνδος, [Ανδρέας] Λουριώτης και [Ιωάννης] Ζαΐμης. Μα ο τελευταίος ήταν ο κύριος (πραγματικός κύριος) και απαλλάσσεται από κάθε ανάμιξη σ’αυτές τις δουλειές, γιατί απουσίαζε.
Γιατί πληρώθηκε το ποσό των 11.200 λιρών για ν’αγοραστούν 21.000 λίρες ομολογίες προς 53%, μια και την ίδια εποχή αυτές οι ομολογίες δεν πιάνανε παραπάνω από 26% στην αγορά; Αυτή είναι επικίνδυνη και δύσκολη ερώτηση. Η απάντηση δόθηκε τόσο δύσκολα, όσο δύσκολα βγαίνει ένα άγριο θηρίο από την κρυψώνα του, γιατί αφορούσε την υπόληψη υψηλών προσώπων. Μα δεν είναι καιρός για σεβασμό. Στο τέλος έγινε γνωστό πως επρόκειτο για το συμφέρον των κ.κ. Μπόουρινγκ και Χιουμ. Ο Τζων Μπόουρινγκ, ποιητής, φιλάνθρωπος και φιλέλληνας, ήταν στην Γραμματεία της Ελληνικής Επιτροπής στο Λονδίνο και σ’αυτή τη δουλειά εργάστηκε πράγματι σκληρά. Η αλήθεια είναι πως έκανε πολλές επιδείξεις με ασήμαντες αγαθοεργίες για την υπόθεση της ελευθερίας και της καταπιεζόμενης ανθρωπότητας. Είχε όμως και κάποιο λόγο για να τα κάνει αυτά. Το λιγότερο έπρεπε να πάρει δημόσιο έπαινο γιατί δεν πληρώθηκε. Ω, όχι! Ήθελε να έχει την ικανοποίηση πως υπηρέτησε την Ελλάδα εθελοντικά. Τη συνείδησή του δεν την βάραινε η σκέψη πως πήρε έστω και ένα δολάριο από την πάσχουσα Ελλάδα. Είχε κιόλας κερδίσει 50.000 δολάρια από τον πόλεμο στην Ελλάδα (αρκετά νόμιμα). Τώρα θέλησε να βγάλει χρήματα κερδοσκοπώντας με τις ελληνικές ομολογίες. Γι΄αυτό τοποθέτησε 25.000 λίρες σε ελληνικά χρεώγραφα, με την ελπίδα πως θ’ανεβούν σύντομα. Δυστυχώς γι’αυτόν μέσα σε λίγες μέρες πέσανε. Ο Μπόουρινγκ πανικοβλήθηκε μη πέσουν περισσότερο. Τρέχει λοιπόν στους Αντιπροσώπους και με παρακάλια και με μαρτυρίες για τις πιστές υπηρεσίες του στην Ελλάδα, για την από μέρους τους σκληρότητα να τον αφήσουν να καταστραφεί και να καταντήσει να ζητιανεύει με τη φαμίλια του μόνο και μόνο από αφοσίωσή του στην Ελλάδα, ζητάει από τους αντιπροσώπους να πάρουν πίσω τις ομολογίες, που τις είχε αγοράσει μόνο και μόνο για να κρατηθεί υψηλή η πίστη του δανείου. Οι αντιπρόσωποι είναι αδύναμοι, αρκετά εγκληματίες και παίρνουν τις πεσμένες ομολογίες από τα χέρια του χρεώνοντάς τις στο άρτιο στην Ελληνική Κυβέρνηση. Ο κ. Μπόουρινγκ αναπνέει, σώθηκε από την καταστροφή και μπορεί τώρα να συνεχίσει τις αφιλοκερδείς υπηρεσίες του στην αγαπημένη του Ελλάδα…
Ας δούμε τώρα τον ονομαστό Σκωτσέζο οικονομολόγο, τον φίλο της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, τον Ιωσήφ Χιουμ (μέλος του Κοινοβουλίου).
Αυτός ο φιλέλληνας είχε κάνει πολύ θόρυβο πως είχε υπηρετήσει τα συμφέροντα της Ελλάδας από την αρχή του αγώνα της. Ήταν πλούσιος, ονομαστός και δραστήριος επιχειρηματίας. Μόνιμο μέλος της Ελληνικής Επιτροπής. Για την αγνότητα των ελατηρίων τέτοιου ανθρώπου δεν μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία. Άμα άνοιξαν οι εγγραφές για το ελληνικό δάνειο, ο κ. Χιουμ έγραψε το όνομά του για ομολογίες 10.000 λιρών με 59%, λέγοντας πως θα τις κρατήσει αδιαφορώντας αν έπεφτε ή ανέβαινε η τιμή τους. Σε λίγο οι ομολογίες πέσανε. Ο κ. Χιουμ άρχισε να υπολογίζει τη χασούρα. Ήταν σοβαρή. Οι ομολογίες πέφτανε ραγδαία. Με ποιο πρόσχημα να πουλήσει; Αυτό τον απασχολούσε και και τον δυσκόλευε. Ξαφνικά προφασίζεται πως οι Αντιπρόσωποι τον πρόσβαλαν σε κάποια αποστολή και ανακοινώνει την απόφασή του να πουλήσει. Οι Αντιπρόσωποι ταραγμένοι χρησιμοποιούν κάθε τρόπο για να τον καλμάρουν. Ο κ. Χιουμ είναι αδιάλλακτος. Η τιμιότητά του εθίγη από την είδηση «τα ελληνικά χρεώγραφα πέφτουν», και τον παρακίνησε να ξεπουλήσει με απώλεια 1.600 λιρών, προς μεγάλη ζημία της ελληνικής πίστης στην αγορά. Μα σε λίγο τα ελληνικά χρεώγραφα ανεβαίνουν και φτάνουν στο άρτιο. Αμέσως η ευαισθησία για την τιμιότητά του εξαφανίζεται. Γρήγορα ηρέμησε και σκέφτεται πώς να ξαναπάρει πίσω τις 1.600 λίρες. Πρότεινε να του πληρώσουν το ποσόν αυτό οι Αντιπρόσωποι. Αυτοί μένουν κατάπληκτοι, μα από φόβο μη χάσουν έναν άνθρωπο σαν τον κ. Χιουμ – τον σοβαρό επιχειρηματία της Επιτροπής, που γνωρίζει καλά την πραγματική κατάσταση και τις προσδοκίες της Ελλάδας, και που η δημόσια αποχώρησή του από την υπόθεση θα ζημίωνε πολύ τον αγώνα, ζυγιάζοντάς τα όλα αυτά και ξέροντας πόσο κι αυτοί οι ίδιοι βρίσκονταν έξω από τον σωστό δρόμο, πληρώνουν τον κ. Χιουμ και χρεώνουνε τη χασούρα, που εκείνος έπαθε κερδοσκοπώντας, στα ελληνικά ομόλογα.
Αυτές οι έρευνες θα’πρεπε να προχωρήσουν ακόμη περισσότερο. Θα’πρεπε να ξεσκεπαστούν κάτι τέτοια γεγονότα, όχι μονάχα στο Λονδίνο αλλά παντού όπου οι Έλληνες ζήτησαν βοήθεια. Μα και αυτά που έχουν ειπωθεί για την φτωχιά Ελλάδα είναι αρκετά για να κοκκινίζει όποιος αποκαλείται φιλέλληνας.
Οι αποκαλύψεις που γίνανε τότε, είχαν ενοχοποιήσει πολλούς, που ως εκείνη τη στιγμή το όνομά τους ήταν καθαρό. Σχεδόν όλα τα μέλη της Ελληνικής Επιτροπής κατηγορούνται για αμέλεια καθήκοντος και για προδοτική άγνοια των στερήσεων και της πραγματικής κατάστασης της Ελλάδας. Όσο για τα είδη που στείλανε στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τα τυπογραφικά πιεστήρια, όλα τ’άλλα ήταν άχρηστα. Ο σερ Φράνσις Μπάρντιτ, ο Χομπχάουζ, ο Έλις και άλλα σπουδαία ονόματα είναι ανακατεμένα στις καταχρήσεις. Μα ο Έλις πραγματοποίησε ό,τι είχε αναλάβει. Και ο Μπάρντιτ και ο Χομπχάουζ κατηγορούνται γι’αμέλεια καθήκοντος. Ένας πομπώδης λόγος ή μια πρόποση, ενώ απολαμβάνουν ένα όμορφο δείπνο σε μια ταβέρνα του Λονδίνου προς ευόδωση της ελληνικής υπόθεσης και με έξοδα της Ελλάδας, αυτό ήταν όλο κι όλο που πρόσφεραν.
Πού είναι αυτοί που αρνούνται όχι μόνο βοήθεια, αλλά ακόμα και τη συμπάθειά τους για την Ελλάδα, επειδή οι ναυτικοί της είναι πειρατές, οι έμποροί της απατεώνες και οι στρατιώτες της σκληροί; Πού είναι αυτοί οι κ.κ., που προσπαθούν να αμβλύνουν το πνεύμα της αγάπης προς τον άνθρωπο, που πνέει πάνω σ’αυτή τη γη, λέγοντας πως οι Έλληνες αξίζουν να’ναι σκλάβοι; Ας έρθουν να εξετάσουν την διαγωγή των τίμιων φιλελλήνων, που γι’αυτούς μιλήσαμε προηγουμένως, και ας πουν, αν αυτοί είχαν ανατραφεί μέσα στο σκοτάδι, κάτω από τον βούρδουλα του τυράννου, η διαγωγή τους θα’ταν καλύτερη από των Ελλήνων;
Σάμιουελ Χάου (1801-1876): «Η σπατάλη του ελληνικού δανείου: κερδοσκοπίες και καταχρήσεις», Ιστορική Επιθεώρηση, τεύχος Οκτωβρίου 1971, 73-76.
-------------------
3. ΤΑ ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥ 1824-1825-1832. Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1843!
ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ*
(ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ: «ΟΘΩΝΑΣ, Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ»)
Εσείς ωσάν ο ήλιος
λαμπροί! - ναι φλόγες βέβαια
βλέπω διαδημάτων
αλλά τας δυστυχίας μας
μόνο φωτίζουν.
Κ Α Λ Β Ο Σ
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Είναι πάρα πολύ σημαντικό ότι η «ΙΣΚΡΑ» παίρνει μια νέα πρωτοβουλία και, μετά το εξαιρετικό κείμενο του Ν. Μπελογιάννη, δημοσιεύει ένα άκρως αποκαλυπτικό απόσπασμα για το ληστρικό δάνειο που έλαβε η Ελλάδα το 1832-1833, από το θαυμάσιο βιβλίο του γνωστού και σπουδαίου ιστορικού μας ΔΗΜ. ΦΩΤΙΑΔΗ «Όθωνας, η Μοναρχία», Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος.
Η κακοδαιμονία αυτής της χώρας, που ξεκινάει από το 1824, με τα πρώτα ληστρικά δάνεια, τα λεγόμενα δάνεια της «ανεξαρτησίας» (!), συνδέεται άρρηκτα με την αδίστακτη τοκογλυφική εκμετάλλευση του τόπου από το ξένο χρηματιστικό κεφάλαιο, εκμετάλλευση η οποία, παρά τις διαφορετικές μορφές που προσλαμβάνει σε κάθε ιστορική περίοδο, όχι μόνο συνεχίζεται αμείωτα μέχρι τις μέρες μας αλλά και έχει τραγικά επιδεινωθεί με τη σημερινή βαθύτατη κρίση (και χρέους!) που βιώνουμε!
Οι σελίδες του βιβλίου του Δημ. Φωτιάδη, που ακολουθούν για το ελληνικό δάνειο του 1832-3, το οποίο, μαζί με σειρά άλλους παράγοντες, οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία του 1843, όχι μόνο είναι πολύ αποκαλυπτικές αλλά και άκρως επίκαιρες.
Επίκαιρες, επίσης, γιατί διδάσκουν και παροτρύνουν στο σήμερα για ένα νέο αναγεννητικό λαϊκό κίνημα που θα απαιτεί τη μη αναγνώριση του χρέους και θα έχει ως σύνθημα και αίτημα το «δεν πληρώνω-δεν πληρώνω»!
Αυτός ο λαός πλήρωσε πολλά από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και απ' αυτά επωφελήθηκαν τραπεζίτες, τοκογλύφοι, μεγάλοι ομολογιούχοι και μια αδίστακτη οικονομική και πολιτική ελίτ.
ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!
Παν. Λαφαζάνης,
Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΣΥΡΙΖΑ
«ΟΘΩΝΑΣ, Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ»
του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ*
ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ της Δημόσιας Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Ανδρέας Ανδρεάδης το βιβλίο του «Ιστορία των Εθνικών δανείων, που έβγαλε το 1904, τ' αρχίζει μ΄αυτόν εδώ τον τρόπο:
«C' est une lamentable histoire que celle de la dette hellenique (είναι μία αξιοθρήνητος ιστορία τα χρέη της Ελλάδας)». Δια των λέξεων τούτων ήρχετο, πρό πεντήκοντα επτά ετών, ο Casimir Leconte της μελέτης του δημοσίου χρέους της Ελλάδος. Μετά την πάροδον σχεδόν εξ δεκαετηρίδων ο επιχειρών συγγραφήν επί του θέματος δύναται ν΄ αναγράψη και αυτός την αυτήν φράσιν».
Από τότε που τα 'λεγε αυτά ο Ανδρεάδης πέρασαν άλλα πενήντα οχτώ χρόνια. Κι όμως, κι εμείς τώρα το ίδιο μπορούμε να πούμε, όπως ο Leconte το 1847 κι ο Ανδρεάδης το 1904, πως μαύρη κι άραχλη στέκεται η ιστορία των εθνικών μας δανείων.
Τα δύο πρώτα μας δάνεια γίνηκαν στην Αγγλία. Το ένα το 1824, αξίας 800.000 λιρών, που μας δόθηκαν στα 59% - με 59 δηλαδή λίρες έπαιρνες μετοχές για 100! – ξεκαθάρισε όλες κι όλες 348.000 λίρες. Το άλλο, των 2.000.000 λιρών του 1825, ήτανε ακόμα πιο τοκογλυφικό, μας δόθηκε στα 55 ½% και ξεκαθάρισε 572.000 λίρες. Κι όμως, για τις 920.800 λίρες, που κι απ΄αυτές κάτι λιγοστές φτάσανε στον τόπο μας, γιατί οι πιότερες φαγώθηκαν από τους ναυπηγούς της Αγγλίας και της Αμερικής και το λόρδο Κόχραν, χρωστούσαμε το 1854 στους Εγγλέζους κεφαλαιούχους πάνω από.....οχτώ εκατομμύρια λίρες!
Όπως είπαμε, η συνθήκη που υπόγραψαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις κι η Βαβαρία στο Λονδίνο στις 25-7 του Μάη 1832 πρόβλεπε την έκδοση, με την εγγύησή τους, ενός δάνειου 60.000.000 φράγκων σε τρεις σειρά. Άκου τώρα την ιστορία του, για να δεις πως όχι μονάχα δεν απολαύσαμε καμιά προκοπή απ΄αυτό, παρά και μας βούλιαξε οικονομικά και μπορέσαμε από τότες να ανασάνουμε.
Το δάνειο το διαπραγματεύθηκαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις μ΄εκείνους τους πάμπλουτους τραπεζίτες του Παρισιού, τους Ρότσιλντ. Τ΄αγόρασαν οι Ρότσιλντ στα 94%, πήρανε και 2% μεσιτεία και μαζί με «άλλα τινά ωφελήματα», βούτηξαν 6.986.013 δραχμές, μ΄άλλα λόγια γύρω στις διακόσιες εβδομήντα εφτά χιλιάδες χρυσές λίρες.
Καλή δουλειά.
Από τα είκοσι εκατομμύρια που εγγυήθηκαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις τελικά εκδόθηκαν τούτα δω τα ποσά:
Μ΄εγγύηση της Αγγλίας φράγκα 19.838.805
>> Ρωσίας >> 19.999.573
>> Γαλλίας >> 17.400.662
__________
Σύνολο φράγκα 57.239.040
>> Γαλλίας >> 17.400.662
__________
Σύνολο φράγκα 57.239.040
Τούτο το ποσό ισοδυναμούσε με 63.924.559 δραχμές εκείνου του καιρού.
Αφαιρούμε απ' αυτές:
Σε Δρχ.
1.- Τα όσα βούτηξαν τα φτωχαδάκια οι Ρότσιλντ: 6.986.013
Σε Δρχ.
1.- Τα όσα βούτηξαν τα φτωχαδάκια οι Ρότσιλντ: 6.986.013
2. – Τόκους και χρεωλύσια που πλέρωσε ως τις 31 του Δεκέμβρη 1843 ο πεινασμένος λαός μας: 33.080.795
_________
Σύνολο: 40.066.808 δρχ
_________
Σύνολο: 40.066.808 δρχ
Ας δούμε τώρα που τα σπαταλήσαμε:
Σε Δρχ.
1.-Στην Τουρκία γι' αποζημίωση που την όρισαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, δίχως βέβαια να μας ρωτήσουν: 12.531.174
2.- Για πλερωμή παλαιών χρεών: 2.238.559
3.- Για έξοδα της σεβαστής μας αντιβασιλείας (μισθοί, οδοιπορικά, έπιπλα): 1.397.654
_________
Σύνολο: 16.167.387 δρχ
Σε Δρχ.
1.-Στην Τουρκία γι' αποζημίωση που την όρισαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις, δίχως βέβαια να μας ρωτήσουν: 12.531.174
2.- Για πλερωμή παλαιών χρεών: 2.238.559
3.- Για έξοδα της σεβαστής μας αντιβασιλείας (μισθοί, οδοιπορικά, έπιπλα): 1.397.654
_________
Σύνολο: 16.167.387 δρχ
Άμα αφαιρέσεις τούτα τα ποσά απ' όσα πήραμε, θα βρεις πως όλες κι όλες μας μείνανε 7.690.360 δραχμές. Πάλι καλά, ίσως πεις. Μη βιάζεσαι. Κράτα τώρα την ανάσα σου, γιατί φτάσαμε στο μεγάλο έξοδο, στα όσα μας στοίχισε η ευτυχία να 'χουμε γερμανικό στρατό κατοχής.
Ο πρώτος ταχτικός βαβαρικός στρατός που ήρθε μαζί με τον Όθωνα στην Ελλάδα ορίστε τι μας κόστισε:
Δρχ.
Δρχ.
1.- Για οπλισμό, συντήρηση, μισθούς και έξοδα μεταφοράς στον ερχομό: 2.746.067
2.- Για συντήρησή του ένα χρόνο στην Ελλάδα: 1.784.283
3.- Για έξοδα μεταφοράς στην επιστροφή του: 217.700
_________
Σύνολο 4.748.050 δρχ
2.- Για συντήρησή του ένα χρόνο στην Ελλάδα: 1.784.283
3.- Για έξοδα μεταφοράς στην επιστροφή του: 217.700
_________
Σύνολο 4.748.050 δρχ
Έξυπνα ειπώθηκε τότε πως «οι Έλληνες πλερώσανε για να 'χουν τους Βαβαρούς κι έπειτα ξαναπλέρωσαν για να τους ξεφορτωθούν».
Κι επειδής οι πολιτισμένοι πάντοτες φροντίζουν να συνδυάζουν το καλό με τ' ωφέλιμο, φρόντισαν, καθώς μολόγησε στις 3 του Μάρτη 1860 στη Γερουσία κι αυτός ακόμα ο τελευταίος υπουργός των Στρατιωτικών του 'Οθωνα, ο Σπυρομήλιος, να μας πασάρουν όλη τη σκαρταδούρα που είχαν. «Το πολεμοφόδια και αι αποσκευαί», είπε, που μ΄αυτά εφοδίασαν το στρατό που στείλανε, «συνεκείντο εξ όσων αχρήστων πραγμάτων περιείχον αι αποθήκαι και τα οπλοστάσια του Μονάχου». Άντε και πετύχαμε την ευκαιρία να ξεφορτωθούμε τη σαβούρα, αποφάσισαν χουβαρντάδικα οι σωτήρες μας.
Αυτά για τον ταχτικό βαβαρικό στρατό. Ας ξετάσουμε τώρα πόσα μας στοίχισαν κι οι εθελοντές, οι πρατιτοριανοί δηλαδή. Εδώ τα πράγματα μπερδεύουνται. Ας δούμε πρώτα τι σόι ήταν. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Strong, ανάμεσα στα 1832 και 1835 στρατολογήθηκαν, σαν «εθελοντές», 5.410 στρατιώτες κι αξιωματικοί. Οι 3.345 απ΄αυτούς ήταν Βαβαροί, οι 1.440 από διάφορα μικρά γερμανικά κρατίδια κι οι υπόλοιποι 625 από τα κατακάθια τούτων εδώ των τόπων:
Ελβετοί 235
Πρώσοι 186
Αυστριακοί 135
Γάλλοι 23
Δανοί 19
Ρώσοι 10
Ιταλοί 6
Σουηδοί 3
Άγγλοι 2
Ολλανδοί 1
Ισπανοί 1
Βέλγοι 1
Τούρκοι 3
Πρώσοι 186
Αυστριακοί 135
Γάλλοι 23
Δανοί 19
Ρώσοι 10
Ιταλοί 6
Σουηδοί 3
Άγγλοι 2
Ολλανδοί 1
Ισπανοί 1
Βέλγοι 1
Τούρκοι 3
Αυτοί οι τελευταίοι «εθελοντές» θα 'τανε, το δίχως άλλο, «ακραιφνείς φιλέλληνες». Και για τούτο ήρθανε κι αυτοί να σώσουν την Ελλάδα από κείνους τους εγκληματίες, τους ήρωες του Εικοσιένα!
Ας ξετάσουμε τώρα πόσα μας στοίχισαν αυτά τα περιτρίμματα του κόσμου. Ο Ευαγγελίδης κι ο Κυριακίδης λένε πως ξοδεύτηκαν για τα βαβαρέζικα στρατεύματα, ταχτικά κι «εθελοντές», έντεκα εκατομμύρια φράγκα κι άλλοι μιλάνε για δεκάξι.
Ο Παπαντωνίου γράφει:
«Τρεις χιλιάδες βαυαρικός στρατός, χρήσιμος μόνο για να μείνουν εξαιτίας του νηστικοί, άνεργοι και απελπισμένοι οι Έλληνες που πολέμησαν στο Εικοσιένα και να ζητούν διέξοδο στη ληστεία οι άνθρωποι του μπαρουτιού που δίκαια περίμεναν, όταν η χώρα έγινε βασίλειο, να σχηματίσουν τον εθνικό της στρατό. Έτσι χώρισαν τον Όθωνα και το λαό του από το ένα μέρος η καμαρίλα του ανακτορικού γραφείου, από το άλλο η βαβαρική στρατιά με τους περιττούς αξιωματικούς, παγώνια που καμάρωναν μέσα σε φανταχτερές στολές. Δεκατέσσερα εκατομμύρια δραχμές ξοδεύτηκαν για να 'ρθή η παράτα, να γίνη μισητή και να φυγή όπως έφυγε» '.
«Τρεις χιλιάδες βαυαρικός στρατός, χρήσιμος μόνο για να μείνουν εξαιτίας του νηστικοί, άνεργοι και απελπισμένοι οι Έλληνες που πολέμησαν στο Εικοσιένα και να ζητούν διέξοδο στη ληστεία οι άνθρωποι του μπαρουτιού που δίκαια περίμεναν, όταν η χώρα έγινε βασίλειο, να σχηματίσουν τον εθνικό της στρατό. Έτσι χώρισαν τον Όθωνα και το λαό του από το ένα μέρος η καμαρίλα του ανακτορικού γραφείου, από το άλλο η βαβαρική στρατιά με τους περιττούς αξιωματικούς, παγώνια που καμάρωναν μέσα σε φανταχτερές στολές. Δεκατέσσερα εκατομμύρια δραχμές ξοδεύτηκαν για να 'ρθή η παράτα, να γίνη μισητή και να φυγή όπως έφυγε» '.
Άλλοι πάλι ανεβάζουν τα έξοδα σε δεκάξι εκατομμύρια κι ο Sergeant λέει πως «μονάχα για τον βαβαρικό στρατό ξοδεύτηκαν ανάμεσα στο 1833 με 1835, σύμφωνα με μια δήλωση που έκανε ο υπουργός των Στρατιωτικών Σμαλτς, 20.087.978 δραχμές». Ο αριθμός αυτός ίσως να μην είναι υπερβολικός, γιατί ο Frederic Strong, πρόξενος της Βαβαρίας στην Αθήνα και τραπεζίτης, στο βιβλίο του «Greece as a Kingdom», που έβγαλε το 1842 κι όπου σ' αυτό δημοσιεύει στατιστικές στηριγμένες πάνω σ' επίσημα στοιχεία, γράφει πως τα έξοδα του υπουργείου των Στρατιωτικών ανέβηκαν στα τέσσερα πρώτα χρόνια της βαβαροκρατίας σε 27.500.000 δραχμές . Όταν λοιπόν λογαριάσουμε πως-το 1835 ο στρατός είχε 8.208 άντρες που τα δυο τρίτα απ' αυτούς ήτανε Βαβαροί — που καλοπλερώνονταν ενώ οι δικοί μας παίρνανε μισθούς πείνας— τότε θα δούμε πως το ποσό που μνημονεύει ο Sergeant πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματικότητα.
Πάρε, φίλε μου, όποιον αριθμό θες από τούτους που μνημονέψαμε κι άμα κάνεις τη σούμα θα βρεις πως όχι μονάχα δεν απόμεινε τίποτα για μας τους φουκαράδες από τα δάνεια, παρά ξοδέψαμε κι εκείνα τα λίγα που έδινε ο χαροκαμένος τόπος μας, για να 'χουμε την τιμή και την ευχαρίστηση να μας καθίσουν στο σβέρκο αφεντάδες οι Μπαβαρέζοι. Κι όμως το 1843, αν κι είχαμε πλερώσει ως τότες για τόκους και χρεολύσια 33.080.795 δραχμές, χρωστούσαμε στις τρεις μεγάλες Δυνάμεις δραχμές 66.842.126 και 46 λεπτά για την ακρίβεια!
Άντε τώρα εσύ, Ψωροκώσταινα, να προκόψεις έπειτα από την τόση γαλαντομιά των μεγάλων!
Πάρε, φίλε μου, όποιον αριθμό θες από τούτους που μνημονέψαμε κι άμα κάνεις τη σούμα θα βρεις πως όχι μονάχα δεν απόμεινε τίποτα για μας τους φουκαράδες από τα δάνεια, παρά ξοδέψαμε κι εκείνα τα λίγα που έδινε ο χαροκαμένος τόπος μας, για να 'χουμε την τιμή και την ευχαρίστηση να μας καθίσουν στο σβέρκο αφεντάδες οι Μπαβαρέζοι. Κι όμως το 1843, αν κι είχαμε πλερώσει ως τότες για τόκους και χρεολύσια 33.080.795 δραχμές, χρωστούσαμε στις τρεις μεγάλες Δυνάμεις δραχμές 66.842.126 και 46 λεπτά για την ακρίβεια!
Άντε τώρα εσύ, Ψωροκώσταινα, να προκόψεις έπειτα από την τόση γαλαντομιά των μεγάλων!
Η ΡΕΜΟΥΛΑ
Και στα ποσά που αναφέραμε δεν είναι μέσα τα όσα πλερώναμε για να 'χουμε δυνάστες Γερμανούς συμβούλους, παρασυμβούλους κι αυλικούς. Ίσως όμως κάποιος μου πει:
- Άδικος είσαι σ' αυτό· είχαμε κέρδος τα φώτα τους. Εμένα μου λες! Τόσα στάθηκαν τα φώτα τους, που ο κοσμάκης εξαγριωνόταν όταν λογάριαζε «το μέγεθος της πληρωμής τους και την ασήμαντη φύση της υπηρεσίας τους». Βλέπανε, όπως παραδέχεται κι αυτός ακόμα ο Βαβαρός Νέζερ, «ανθρώπους αχρείους να κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα (...) την στιγμήν πού έβασάνιζεν ή πτώχεια εκείνους πού είχον πολεμήσει υπέρ ελευθερίας». Μα κι ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος, σε γράμμα του που έστειλε το Δεκέμβρη του 1833 στο γιο του, ομολογούσε πως «υπέρ της διαχειρίσεως ουδέν εγένετο, διότι η αντιβασιλεία ουδέ εν δένδρον εφύτευσεν μέχρι τούδε».Για να καταλάβεις τι ξεφτέρια ήταν αυτοί οι σύμβουλοι που ρουφούσαν το αίμα της καρδιάς μας, όσο που εμείς ξεροσταλιάζαμε στην πείνα, άκου τούτο δω το περιστατικό, όπως τ' ανιστοράει όχι κανένας δικός μας, μα ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι. Καθώς ξέρεις, εκείνον τον καιρό, για να στεγνώνουν το μελάνι στα χαρτιά, δε μεταχειρίζονταν στουπόχαρτο παρά άμμο. Άλλο τίποτις από δαύτον στον τόπο μας. Κι όμως, κάποιος φωστήρας από τους ειδικούς που μας στείλανε, ο αρχιγεωμέτρης Γέβχαρτ —όπως ήτανε ο επίσημος τίτλος του— έπειτα από πρωινό περίπατο στην Πεντέλη, έτρεξε να βρει τον συμπατριώτη του συνταγματάρχη Ρόεσνερ και μ' ενθουσιασμό του είπε πως... ανακάλυψε σπουδαίο θησαυρό: στρώμα γραφίτη!
—Θα προτείνω λοιπόν, του ξήγησε, να φτιάσουμε ένα μύλο για να κάνουμε τον γραφίτη άμμο για τα βασιλικά γραφεία.
«Εν άλλη χώρα τοιούτος άνθρωπος θα εστέλλετο εις το φρενοκομείον. Εν Βαυαρία ετέθη απλώς εις αργίαν, εδώ δε είναι ευνοούμενος του κυρίου αρχιγραμματέως και λαμβάνει ετήσιον μισθόν 4.320 δραχμών» .
Τέτοια αρετή και προκοπή μας μάθαιναν οι Ευρωπαίοι. Για τους Γέβχαρτ ξοδεύανε νεράκι το χρυσάφι, ενώ για τους Έλληνες τσιγκουνεύονταν κι αυτήν ακόμα τη δεκάρα, θυμίζοντάς τους αδιάκοπα πως φτωχό είναι το κράτος. Ήρθανε σ' έναν τόπο που για να δροσίσει ο λαός του τα χείλια του με λίγη λευτεριά γίνηκαν όλα ρημαδιό, και του φόρεσαν, για ν' ανασάνει ο λαός, το βρακί για σαρίκι. Ανάθεμα στα φώτα τους! Συμπάθα με, αναγνώστη, μα σαν ερθεί στην ώρα της η βλαστήμια αξίζει όσο εκατό κύριε ελέησον. Σωστά κι άγια έγραφε ο Κρέμος, πριν από εβδομήντα χρόνια, πως τέτοιες απάτες κίναγαν «την άγανάκτησιν παντός ευσυνείδητου ανθρώπου θεωρούντος τους δυστυχείς Έλληνας αγομένους και φερομένους υπό παντός αγύρτου της Ευρώπης και αποτίνοντας δη και μεγάλα χρήματα επί τούτω καίπερ πενομένους δεινώς».
«Τα δάνεια», γράφει ο Μακρυγιάννης, «εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά. Εις την Πάτρα τον ζωγράφισαν και τον έκαψαν σαν τον Γιούδα για την καλοσύνη οπούκαμεν εις την Ελλάδα. Κι ο θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή» .
Μα κι ο Γούδας βεβαιώνει πως τα δάνεια πήγανε στην τσέπη των Βαβαρών.
«Ωκοδομήθηκαν», λέει, «στιλπνοί περί το Μόναχον επαύλεις, ενώ οι μεν αγωνισταί απέθνησκον επί της ψάθης αι δε χήραι και τα ορφανά αυτών δεν είχον πως να κρύψωσι την γυμνότητα των» 3.
Κι ο Κρέμος γράφει πως «οι πλείστοι εκ πτωχών πλούσιοι εγένοντο».
Το πάγαιναν γαϊτάνι οι Βαβαρέζοι τρώγανε, πίνανε και πλερώναμε εμείς οι φτωχοί, μα χουβαρντάδες.
Κι ο Π. Χαλκιόπουλος, με το δίκιο του, έγραφε πως
«οι Βαυαροί πρώτοι μας έδωκαν το παράδειγμα της καταχρήσεως, του σφετερισμού και της σπατάλης των δημοσίων.
Η χρήσις του δανείου των 60 εκατομμυρίων ήτο ζωηρά εικών, εις τα όμματα των Ελλήνων, σπατάλης ανήκουστου. Βαυαροί διαχειριζόμενοι δημόσια χρήματα έκλεπταν και δια να μη καταδιωχθώσιν, εξεδιώκοντο κρυφά εις την αλλοδαπήν. Εις εξ αυτών ήτο και ο βαυαρός δικαστής Στρατομάϊερ, όστις μεταφερθείς υπό συνοδείαν Βαυαρών εις Ναύπλιον και εκεί επιβιβασθείς εις πλοίον ξένης δυνάμεως, ανεχώρησε δια την Τεργέστην, όπως αποφυγή ή βασιλεία την εντροπήν της επί κλοπή καταδίκης δικαστού βαυαρού».
Ο Faudot, στο βιβλίο του «Η αλήθεια πάνω στις υποθέσεις της Ελλάδας», μνημονεύει τούτα δω τα χαραχτηριστικά:
«Ο Μπενζαμέν Κωστάν έλεγε από το βήμα της Βουλής σχετικά με το ελληνικό δάνειο, πως αντί να στέλνουμε τα ποσά στην Ελλάδα, θα ήταν απλούστερο να τα στέλναμε κατ' ευθείαν στο Μόναχο, για να μην κάνουν το μεγάλο αλλόγυρο από το Παρίσι στην Ελλάδα κι από την Ελλάδα στη Βαυαρία. Κι ο Μπενζαμέν Κωστάν γνώριζε καλά το τι έτρεξε. Οι Βαυαροί, έχοντας βοηθούς τους ετερόχθονες, δεν άφησαν το παραμικρό ψιχίο από το δάνειο, που θα στεκόταν για τη χώρα ένας τεράστιος πόρος, αν λογαριάσουμε τους εξευτελιστικούς μισθούς και τα μικρά ετήσια έξοδα».
Σωστά λοιπόν λέει ο καθηγητής Ανδρεάδης πως ο τόπος
«ουχί μόνον δεν επορίσθη ουδεμίαν πραγματικήν ωφέλειαν εκ δανείου προορισμένου να τω επιτρέψη ν' αναλάβη οικονομικώς, άλλ' εκπληρώσαν τας υποχρεώσεις του μέχρι του 1843 υπεβλήθη εις θυσίας ουχί μικρός».
Κόντεψα να ξεχάσω κι ένα ακόμα γουστόζικο κοντύλι: τη βασιλική χορηγία του Όθωνα. Τούτο το πνευματικά και σωματικά καθυστερημένο παιδαρέλι που φέρανε για βασιλιά πήρε τον πρώτο χρόνο που ήρθε, το 1833, 986.801 δραχμές. Και ξέρεις πόσα ήτανε τα έσοδα του κράτους μας εκείνο το χρόνο; Ανέβαιναν σε 7.721.370 δραχμές. Δηλαδή, χρειαζόταν το παιδαρέλι αυτό, για να φάει και να πιει, το ένα όγδοο των κρατικών εσόδων! Και κοίτα και τούτο δω το νόστιμο: ο προϋπολογισμός εξόδων όλων των υπουργείων τότες, εξόν από τα στρατιωτικά, δηλαδή Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Οικονομικών και Παιδείας ήτανε 1.140.097 δραχμές. Κάτι λίγα παραπάνω απ' όσα μας στοίχιζε ο Όθωνας. Μέσα στα τριάντα χρόνια που βασίλεψε, πήρε, μονάχα για βασιλική χορηγία, πάνω από ένα εκατομμύριο πενήντα χιλιάδες χρυσές λίρες εκείνης της εποχής, που η πραγματική αξία τους στεκόταν τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ' όσο είναι σήμερα. Αυτό λοιπόν και μόνο το ποσό αν είχε ξοδευτεί, στα πρώτα χρόνια που συγκροτηθήκαμε σε κράτος, σ' έργα παραγωγικά, η μοίρα του τόπου μας θα 'τανε τώρα διαφορετική.
- Άδικος είσαι σ' αυτό· είχαμε κέρδος τα φώτα τους. Εμένα μου λες! Τόσα στάθηκαν τα φώτα τους, που ο κοσμάκης εξαγριωνόταν όταν λογάριαζε «το μέγεθος της πληρωμής τους και την ασήμαντη φύση της υπηρεσίας τους». Βλέπανε, όπως παραδέχεται κι αυτός ακόμα ο Βαβαρός Νέζερ, «ανθρώπους αχρείους να κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα (...) την στιγμήν πού έβασάνιζεν ή πτώχεια εκείνους πού είχον πολεμήσει υπέρ ελευθερίας». Μα κι ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος, σε γράμμα του που έστειλε το Δεκέμβρη του 1833 στο γιο του, ομολογούσε πως «υπέρ της διαχειρίσεως ουδέν εγένετο, διότι η αντιβασιλεία ουδέ εν δένδρον εφύτευσεν μέχρι τούδε».Για να καταλάβεις τι ξεφτέρια ήταν αυτοί οι σύμβουλοι που ρουφούσαν το αίμα της καρδιάς μας, όσο που εμείς ξεροσταλιάζαμε στην πείνα, άκου τούτο δω το περιστατικό, όπως τ' ανιστοράει όχι κανένας δικός μας, μα ο Γερμανός ιστορικός Μέντελσον-Μπαρτόλντι. Καθώς ξέρεις, εκείνον τον καιρό, για να στεγνώνουν το μελάνι στα χαρτιά, δε μεταχειρίζονταν στουπόχαρτο παρά άμμο. Άλλο τίποτις από δαύτον στον τόπο μας. Κι όμως, κάποιος φωστήρας από τους ειδικούς που μας στείλανε, ο αρχιγεωμέτρης Γέβχαρτ —όπως ήτανε ο επίσημος τίτλος του— έπειτα από πρωινό περίπατο στην Πεντέλη, έτρεξε να βρει τον συμπατριώτη του συνταγματάρχη Ρόεσνερ και μ' ενθουσιασμό του είπε πως... ανακάλυψε σπουδαίο θησαυρό: στρώμα γραφίτη!
—Θα προτείνω λοιπόν, του ξήγησε, να φτιάσουμε ένα μύλο για να κάνουμε τον γραφίτη άμμο για τα βασιλικά γραφεία.
«Εν άλλη χώρα τοιούτος άνθρωπος θα εστέλλετο εις το φρενοκομείον. Εν Βαυαρία ετέθη απλώς εις αργίαν, εδώ δε είναι ευνοούμενος του κυρίου αρχιγραμματέως και λαμβάνει ετήσιον μισθόν 4.320 δραχμών» .
Τέτοια αρετή και προκοπή μας μάθαιναν οι Ευρωπαίοι. Για τους Γέβχαρτ ξοδεύανε νεράκι το χρυσάφι, ενώ για τους Έλληνες τσιγκουνεύονταν κι αυτήν ακόμα τη δεκάρα, θυμίζοντάς τους αδιάκοπα πως φτωχό είναι το κράτος. Ήρθανε σ' έναν τόπο που για να δροσίσει ο λαός του τα χείλια του με λίγη λευτεριά γίνηκαν όλα ρημαδιό, και του φόρεσαν, για ν' ανασάνει ο λαός, το βρακί για σαρίκι. Ανάθεμα στα φώτα τους! Συμπάθα με, αναγνώστη, μα σαν ερθεί στην ώρα της η βλαστήμια αξίζει όσο εκατό κύριε ελέησον. Σωστά κι άγια έγραφε ο Κρέμος, πριν από εβδομήντα χρόνια, πως τέτοιες απάτες κίναγαν «την άγανάκτησιν παντός ευσυνείδητου ανθρώπου θεωρούντος τους δυστυχείς Έλληνας αγομένους και φερομένους υπό παντός αγύρτου της Ευρώπης και αποτίνοντας δη και μεγάλα χρήματα επί τούτω καίπερ πενομένους δεινώς».
«Τα δάνεια», γράφει ο Μακρυγιάννης, «εμείς δώσαμεν υπόσκεση ότι τα δανειστήκαμεν και η Μπαυαρία τα ρούφηξε με τον Αρμασπέρη και συντροφιά. Εις την Πάτρα τον ζωγράφισαν και τον έκαψαν σαν τον Γιούδα για την καλοσύνη οπούκαμεν εις την Ελλάδα. Κι ο θεός ξέρει τα υστερνά μας. Όμως η καλή μέρα φαίνεται από την αυγή» .
Μα κι ο Γούδας βεβαιώνει πως τα δάνεια πήγανε στην τσέπη των Βαβαρών.
«Ωκοδομήθηκαν», λέει, «στιλπνοί περί το Μόναχον επαύλεις, ενώ οι μεν αγωνισταί απέθνησκον επί της ψάθης αι δε χήραι και τα ορφανά αυτών δεν είχον πως να κρύψωσι την γυμνότητα των» 3.
Κι ο Κρέμος γράφει πως «οι πλείστοι εκ πτωχών πλούσιοι εγένοντο».
Το πάγαιναν γαϊτάνι οι Βαβαρέζοι τρώγανε, πίνανε και πλερώναμε εμείς οι φτωχοί, μα χουβαρντάδες.
Κι ο Π. Χαλκιόπουλος, με το δίκιο του, έγραφε πως
«οι Βαυαροί πρώτοι μας έδωκαν το παράδειγμα της καταχρήσεως, του σφετερισμού και της σπατάλης των δημοσίων.
Η χρήσις του δανείου των 60 εκατομμυρίων ήτο ζωηρά εικών, εις τα όμματα των Ελλήνων, σπατάλης ανήκουστου. Βαυαροί διαχειριζόμενοι δημόσια χρήματα έκλεπταν και δια να μη καταδιωχθώσιν, εξεδιώκοντο κρυφά εις την αλλοδαπήν. Εις εξ αυτών ήτο και ο βαυαρός δικαστής Στρατομάϊερ, όστις μεταφερθείς υπό συνοδείαν Βαυαρών εις Ναύπλιον και εκεί επιβιβασθείς εις πλοίον ξένης δυνάμεως, ανεχώρησε δια την Τεργέστην, όπως αποφυγή ή βασιλεία την εντροπήν της επί κλοπή καταδίκης δικαστού βαυαρού».
Ο Faudot, στο βιβλίο του «Η αλήθεια πάνω στις υποθέσεις της Ελλάδας», μνημονεύει τούτα δω τα χαραχτηριστικά:
«Ο Μπενζαμέν Κωστάν έλεγε από το βήμα της Βουλής σχετικά με το ελληνικό δάνειο, πως αντί να στέλνουμε τα ποσά στην Ελλάδα, θα ήταν απλούστερο να τα στέλναμε κατ' ευθείαν στο Μόναχο, για να μην κάνουν το μεγάλο αλλόγυρο από το Παρίσι στην Ελλάδα κι από την Ελλάδα στη Βαυαρία. Κι ο Μπενζαμέν Κωστάν γνώριζε καλά το τι έτρεξε. Οι Βαυαροί, έχοντας βοηθούς τους ετερόχθονες, δεν άφησαν το παραμικρό ψιχίο από το δάνειο, που θα στεκόταν για τη χώρα ένας τεράστιος πόρος, αν λογαριάσουμε τους εξευτελιστικούς μισθούς και τα μικρά ετήσια έξοδα».
Σωστά λοιπόν λέει ο καθηγητής Ανδρεάδης πως ο τόπος
«ουχί μόνον δεν επορίσθη ουδεμίαν πραγματικήν ωφέλειαν εκ δανείου προορισμένου να τω επιτρέψη ν' αναλάβη οικονομικώς, άλλ' εκπληρώσαν τας υποχρεώσεις του μέχρι του 1843 υπεβλήθη εις θυσίας ουχί μικρός».
Κόντεψα να ξεχάσω κι ένα ακόμα γουστόζικο κοντύλι: τη βασιλική χορηγία του Όθωνα. Τούτο το πνευματικά και σωματικά καθυστερημένο παιδαρέλι που φέρανε για βασιλιά πήρε τον πρώτο χρόνο που ήρθε, το 1833, 986.801 δραχμές. Και ξέρεις πόσα ήτανε τα έσοδα του κράτους μας εκείνο το χρόνο; Ανέβαιναν σε 7.721.370 δραχμές. Δηλαδή, χρειαζόταν το παιδαρέλι αυτό, για να φάει και να πιει, το ένα όγδοο των κρατικών εσόδων! Και κοίτα και τούτο δω το νόστιμο: ο προϋπολογισμός εξόδων όλων των υπουργείων τότες, εξόν από τα στρατιωτικά, δηλαδή Εξωτερικών, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Οικονομικών και Παιδείας ήτανε 1.140.097 δραχμές. Κάτι λίγα παραπάνω απ' όσα μας στοίχιζε ο Όθωνας. Μέσα στα τριάντα χρόνια που βασίλεψε, πήρε, μονάχα για βασιλική χορηγία, πάνω από ένα εκατομμύριο πενήντα χιλιάδες χρυσές λίρες εκείνης της εποχής, που η πραγματική αξία τους στεκόταν τρεις και τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ' όσο είναι σήμερα. Αυτό λοιπόν και μόνο το ποσό αν είχε ξοδευτεί, στα πρώτα χρόνια που συγκροτηθήκαμε σε κράτος, σ' έργα παραγωγικά, η μοίρα του τόπου μας θα 'τανε τώρα διαφορετική.
*Λίγα λόγια για τη ζωή έργο του Δημήτρη Φωτιάδη:
Δημήτρης Φωτιάδης (Σμύρνη 1898 - Αθήνα 1988) ήταν ένας από τους Έλληνες λογοτέχνες που ασχολήθηκαν κυρίως με την ελληνική επανάσταση του 1821.
Οι γονείς του ήταν εύποροι, και ο ίδιος κατατάχτηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Μικρασιατικού Πολέμου. Με τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε στην Αθήνα και έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με τα θεατρικά Μάνια Βιτρόβα και Το μαγεμένο βιολί το 1931, ενώ εργάστηκε και ως διευθυν τής του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα (1936-1941). Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου έφυγε στο εξωτερικό και εργάστηκε ως ανταποκριτής στο Λονδίνο και τη Μέση Ανατολή. Ξαναγυρνώντας στην Ελλάδα εξορίστηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου στη Μακρόνησο, την Ικαρία και τον Άγιο Ευστράτιο ενώ υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (1945-48). Μετά την απελευθέρωσή του έγινε στέλεχος της ΕΔΑ. Μετά τον πόλεμο στράφηκε στην ιστοριογραφία, επικεντρώνοντας το έργο του κυρίως στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (1939) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας (1982, για το έργο του "Ενθυμήματα").
Οι γονείς του ήταν εύποροι, και ο ίδιος κατατάχτηκε ως εθελοντής στον ελληνικό στρατό κατά τη διάρκεια του Μικρασιατικού Πολέμου. Με τη Μικρασιατική καταστροφή κατέφυγε στην Αθήνα και έκανε την εμφάνισή του στα γράμματα με τα θεατρικά Μάνια Βιτρόβα και Το μαγεμένο βιολί το 1931, ενώ εργάστηκε και ως διευθυν τής του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα (1936-1941). Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου έφυγε στο εξωτερικό και εργάστηκε ως ανταποκριτής στο Λονδίνο και τη Μέση Ανατολή. Ξαναγυρνώντας στην Ελλάδα εξορίστηκε στη διάρκεια του Εμφυλίου στη Μακρόνησο, την Ικαρία και τον Άγιο Ευστράτιο ενώ υπήρξε διευθυντής του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (1945-48). Μετά την απελευθέρωσή του έγινε στέλεχος της ΕΔΑ. Μετά τον πόλεμο στράφηκε στην ιστοριογραφία, επικεντρώνοντας το έργο του κυρίως στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Τιμήθηκε με το Μετάλλιο της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σορβόννης (1939) και το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας (1982, για το έργο του "Ενθυμήματα").
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Θέατρο
• Μάνια Βίτροβα. 1932.
• Μαγεμένο βιολί. 1931.
• Κατακτητές. 1936.
• Ο κόσμος ανάποδα. 1937.
• Θεοδώρα. 1946.
• Μακρυγιάννης. 1946.
ΙΙ.Μετάφραση
• Αριστοφάνης, Ιππής. 1938.
• Πλάτων, Συμπόσιο. 1939.
• Δημοσθένης, Γ' Φιλιππικός. 1940.
• Πλάτων, Φαίδρος. 1967.
ΙΙΙ.Μελέτες – Δοκίμια
• Μεσολόγγι. Αθήνα, Ορίζοντες, 1953.
• Καραϊσκάκης. 1956.
• Κανάρης. 1960.
• Η δίκη του Κολοκοτρώνη. 1962.
• Όθωνας – Η μοναρχία. 1963.
• Όθωνας – Η έξωση. 1964.
• Η Επανάσταση του '21, τ.1-4. 1971-1972.
• Σαγγάριος· Εποποιία και καταστροφή στη Μικρά Ασία. 1974.
• Η 3η Σεπτεμβρίου 1843. 1975.
• Ζωή και Τέχνη. 1976.
• Ενθυμήματα, τ.1-3. 1986.
• Άπαντα. Αθήνα, 1988.
• Η ακτή των σκλάβων. Αθήνα, Εταιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων, 1955 (έκδοση β΄).
• Μάνια Βίτροβα. 1932.
• Μαγεμένο βιολί. 1931.
• Κατακτητές. 1936.
• Ο κόσμος ανάποδα. 1937.
• Θεοδώρα. 1946.
• Μακρυγιάννης. 1946.
ΙΙ.Μετάφραση
• Αριστοφάνης, Ιππής. 1938.
• Πλάτων, Συμπόσιο. 1939.
• Δημοσθένης, Γ' Φιλιππικός. 1940.
• Πλάτων, Φαίδρος. 1967.
ΙΙΙ.Μελέτες – Δοκίμια
• Μεσολόγγι. Αθήνα, Ορίζοντες, 1953.
• Καραϊσκάκης. 1956.
• Κανάρης. 1960.
• Η δίκη του Κολοκοτρώνη. 1962.
• Όθωνας – Η μοναρχία. 1963.
• Όθωνας – Η έξωση. 1964.
• Η Επανάσταση του '21, τ.1-4. 1971-1972.
• Σαγγάριος· Εποποιία και καταστροφή στη Μικρά Ασία. 1974.
• Η 3η Σεπτεμβρίου 1843. 1975.
• Ζωή και Τέχνη. 1976.
• Ενθυμήματα, τ.1-3. 1986.
• Άπαντα. Αθήνα, 1988.
• Η ακτή των σκλάβων. Αθήνα, Εταιρεία Λογοτεχνικών Εκδόσεων, 1955 (έκδοση β΄).
Αρχείο του λογοτέχνη υπάρχει στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.)
Πηγές: Wikipedia, ΕΚΕΒΙ
Διαβάστε εδώ άρθρο του «Ριζοσπάστη» για το ιστοριογραφικό έργο του Δημήτρη Φωτιάδη